Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Σκέψεις με αφορμή μια ... αυτοκτονία (αληθινό περιστατικό)

Πριν λίγες μέρες, κάποιος γνωστός μου, αυτοκτόνησε.
Τι έκανε όμως έναν δημόσιο υπάλληλο, κάτοχο πτυχίου, με μόνιμη εργασία, παντρεμένο (χωρισμένο για την ακρίβεια) και με παιδί, να προτιμάει τον θάνατο; Σας παρακαλώ, μην βιαστείτε να απαντήσετε με τη γνωστή "καραμέλα" για την "οικονομική κρίση".
Πριν την οικονομική , έχει προηγηθεί μια άλλη κατάρρευση, η ηθική, η ψυχική, η πνευματική.




Η πορεία της ζωή του
Ο Λ. πίστεψε στο πρότυπο  που του καλλιέργησαν οι γονείς του, το σχολείο του, η τηλεόραση.
Πίστεψε κατ αρχήν ότι αν περάσει στο Πανεπιστήμιο θα είναι πετυχημένος.
Πίστεψε ότι -σε αντίθεση με τις χειρωνακτικές εργασίες- θα μπορεί να βγάζει χρήματα χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Και αφού η τηλεόραση μας έπεισε ότι τα χρήματα εξασφαλίζουν την ευτυχία, όταν θα έκανε το όνειρό του πραγματικότητα και θα είχε χρήματα, δεν θα χρειαζόταν να μοχθεί κι έτσι θα ζούσε πλέον την υπόλοιπη ζωή του "ευτυχισμένος"!

Κι έβγαλε το Πανεπιστήμιο, και διορίστηκε στο δημόσιο (μία ακόμη εξασφάλιση σιγουριάς) και παντρεύτηκε, και απέκτησε και παιδί και σπίτι και αυτοκίνητο ...
Όλα σύμφωνα με το πρότυπο που του καλλιεργήσαμε.
Μετά όμως ήρθε ο εγωισμός, συγνώμη, ο χωρισμός εννοούσα.  Και βρέθηκε και πάλι, μόνος.

Αλλά έστω κι έτσι, ήταν ακόμη νέος, οπότε με την εξασφαλισμένη εργασία του στο δημόσιο και την καλή του εμφάνιση, θα μπορούσε σχετικά εύκολα να βρει μία άλλη "σύντροφο".
Και βρήκε, και νέα όνειρα και νέες ελπίδες ευτυχίας.
Αλλά κάπου εκεί, μαζί με το εσωτερικό κενό έρχεται και η οικονομική κατάρρευση. Τη θυμάστε εκείνη την "παραβολή του ασώτου" που ακούγαμε στην εκκλησία; Γιατί όταν η μικρότερη σε ηλικία όμορφη σύντροφος βλέπει να "τελειώνουν" τα χρήματα, τότε αισθάνεται ότι "κάτι δεν πάει καλά στη σχέση" και ψάχνει βρίσκει τον επόμενο ... "άντρα".
Οπότε ο πετυχημένος πτυχιούχος δημόσιος υπάλληλος μένει και πάλι, μόνος.



Μόνος ..
Και τότε είναι που αναρωτιέται πάνω σε τι θεμέλια έχτισε τη ζωή του και που πήγε  η ευτυχία που του υποσχόταν όλοι.
Και σε μια κοινωνία που ο καθένας επιδιώκει "να περνάει καλά", σε μια κοινωνία που οι φίλοι όταν δεν χρησιμεύουν ως "συνοδοί" στις εξόδους υπάρχουν επειδή μπορεί να μας φανούν "χρήσιμοι".
Σε μια κοινωνία που δεν υπάρχουν πλέον συγγενείς, γείτονες, φίλοι, συχωριανοί.
Σε μια κοινωνία που όσοι μπορούν, φοράνε τη μάσκα του "πετυχημένου" και "μοστράρουν" στην ανώνυμη πόλη και οι υπόλοιποι απλά αφήνονται στην τύχη τους.
Τότε το εσωτερικό κενό γίνεται δυσβάσταχτο.


Όμως ...
αν δεν άκουγε τις σειρήνες της ευδαιμονίας ..
  • αν οι γονείς του τον προέτρεπαν να βγάζει με "τον ιδρώτα του προσώπου του τον άρτον του" (όπως μας είχε προτρέψει ο Θεός όταν μας έβγαζε από τον Παράδεισο).
  • αν το σχολείο τον γέμιζε με τα ιδανικά της Ορθόδοξης πίστης και της πατρίδας, που έκαναν τη φυλή μας να αντέξει πολλούς αιώνες, με σκληρές δοκιμασίες και πείνα και σκλαβιά, χωρίς κανείς να αυτοκτονεί
  • αν η καλοπέραση είχε αντικατασταθεί με την εγκράτεια, με την άσκηση, με τη νηστεία, με το αρχαιοελληνικό "μέτρο"
  • αν ο πλούτος είχε αντικατασταθεί με την αρετή (τη θυμάστε εκείνη την ιστορία με τον Ηρακλή, την Αρετή και την Κακία, την διδάσκουν άραγε ακόμη στα σχολεία μας ;)
  • αν αντί για τους καραγκιόζηδες που εμφανίζονται ως σωσίες στην τηλεόραση βλέπαμε τις αγιογραφίες στα ταπεινά ξωκλήσια μας, τους άγιους της πίστης μας και τους εθνομάρτυρες του έθνους μας (κάποιοι φρόντισαν να εξαφανίσουν τις εικόνες ηρώων από τις σχολικές αίθουσες και να τις αντικαταστήσουν από την "ξενοφοβία" το "ρατσισμό" και την "ανακύκλωση"!)
  • αν πρότυπό μας δεν ήταν  ο όμορφος και επαγγελματικά πετυχημένος "δυτικός" άνθρωπος  αλλά ο τίμιος μεροκαματιάρης, ο άνθρωπος που είναι δίπλα στο Θεό και Αυτόν σκέφτεται, σ Αυτόν ελπίζει και Αυτόν αγαπά και υπηρετεί με τη ζωή του
  • αν αντικαθιστούσαμε τη μάσκα της "επιτυχίας" με την ταπείνωση, με την μετάνοια, με την απλότητα
  • αν ξαναγυρνούσαμε και πάλι στα χωριά μας, στις παραδόσεις και στις αξίες μας, αν αντικαθιστούσαμε την έξοδο στο μπαρ με μια απλή τσικουδιά κι ένα ντόπιο κρασί και τα τα ξένα αλλόκοτα ακούσματα με νησιώτικα τραγούδια, κρητικές μαντινάδες και ηπειρώτικα μοιρολόγια
  • αν σταματούσαμε να "παρκάρουμε" τα παιδιά μας σε παιδικούς σταθμούς και στο "ίντερνετ" και η μάννα γινόταν και πάλι μάννα και όχι πετυχημένη επαγγελματίας
ίσως επιστρέφοντας στις ρίζες μας, βρίσκαμε πάλι το δροσερό νερό, που πότισε αιώνες και αιώνες και τρέχει ακόμη δίπλα σας, έτοιμο να μας ξεδιψάσει.



Δίπλα μας είναι η λύση.
Στην ενορία σου, σε ένα κοντινό μοναστήρι, στον ταπεινό λευίτη ιερέα, στην όμορφη βραδινή αγρυπνία, στο χέρσο πλέον χωράφι του πατέρα σου, στο χαμόγελο του παππού, αυτού που έκλεισες στο γηροκομείο και του παίρνεις τη σύνταξη, στο αγέννητο παιδί σου, που προτίμησες να
σκοτώσεις κάνοντας αμνιοπαρακέντηση γιατί ήθελες να βεβαιωθείς ότι δεν θα είχε σύνδρομο down, αφού τότε θα κατέρρεε το δυτικό πρότυπο της "ευτυχίας σου".



Κλείνω τις σκέψεις μου με ένα απόσπασμα του Φώτη Κόντογλου.
Όχι, δεν είναι ηθοποιός, ο Κόντογλου. Ο Κόντογλου κι ο  Παπαδιαμάντης μετέδιδαν αυτά που ζούσαν μέσα τους, την αγάπη για το Θεό, για την πατρίδα, για τον τόπο, για το σπίτι, την αρχαιοελληνική "εστία" μας.
Απόλαυσέ τον, πριν ανοίξεις την τηλεόραση ή το facebook, πίστεψέ με, 10 λεπτά θα χρειαστείς να το διαβάσεις, και θα ανασάνεις, θα είναι λες και διαβάζεις το σήμερα :



"Η Ελληνική φύση και οι γυάλινοι άνθρωποι"

Κατεβαίνω στὴ Βαβυλῶνα [=Ἀθήνα] ὅσο μπορῶ πιὸ σπάνια, κι᾿ ὅποτε κατέβω στοὺς μεγάλους δρόμους, κιντυνεύω νὰ χάσω τὸν ἑαυτό μου. Συλλογίζομαι τὴ φωλιά μου, τὸ κηπάκι μου, τὰ πουλάκια, τὶς πεταλοῦδες, τὰ μερμήγκια, τὰ μυγάκια, ὅλα αὐτὰ τὰ ξεχασμένα πλάσματα ποὺ εἶνε σὰν ἐμένα, τιποτένια καὶ βιάζουμαι νὰ γυρίσω πίσω. Στὴν πολιτεία σὰν νὰ εἶμαι ξένος καὶ ξενητεμένος, σὰν νὰ ἦρθα πρώτη φορὰ σὲ μεγαλούπολη. Οἱ φάτσες ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι εἶνε δίχως ἔκφραση. Μοῦ φαίνουνται τόσο ξένοι, ποὺ λὲς καὶ βρίσκουνται στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου, κι᾿ ἀκόμα μακρύτερα. Μακρυά, πολὺ μακρυά! Ἄλλης φυλῆς ἄνθρωποι, ἄλλα φερσίματα. Ἄλλα μυαλά, ἄλλα αἰσθήματα, ἀπότομοι, ἀσυμπάθητοι, ἀδιάφοροι, πεθαμένοι!


Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στὰ σταυροδρόμια, καὶ περιμένουνε ν᾿ ἀνάψῃ τὸ πράσινο φανάρι γιὰ νὰ περάσουνε ἀντίκρυ. Στριμώχνουμαι κ᾿ ἐγὼ ἀνάμεσά τους, σὰν κανένα γίδι μέσα στὰ γίδια. Σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴ δευτέρα Παρουσία!


Ἄλλα κοπάδια σπρώχνουνται μπροστὰ στὶς ἐκκλησιὲς τῆς νέας θρησκείας, στοὺς κινηματογράφους. Οἱ πόρτες, τὰ τζάμια κ᾿ οἱ τοῖχοι εἶνε γεμᾶτοι ἀπὸ γυμνὲς γυναῖκες ζωγραφισμένες. Ἕνα κορμὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, καὶ μ᾿ αὐτὸ τρώγεται μέρα-νύχτα. Τὸ γυρίζει ἀπὸ δῶ, τὸ γυρίζει ἀπὸ κεῖ, τὸ μισογυμνώνει, τὸ ξεγυμνώνει ὁλότελα, ξανὰ τὸ μισοντύνει, κ᾿ ἔτσι βασανίζεται, δὲν ξέρει τί νὰ τὸ κάνῃ. Ἔ, κακορρίζικε ἄνθρωπε, τὸ ξεγύμνωσες, τὸ γύρισες ἀπὸ δῶ κι᾿ ἀπὸ κεῖ. Κ᾿ ἔπειτα, τί ἔκανες τάχα; Τὸ βρώμισες, τὸ μόλεψες, τὸ κουρέλιασες, τὸ ρεζίλεψες, κι᾿ ἀκόμα δὲν ἡσύχασες! Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, ἐξαχρείωση, ζωὴ δίχως καμμιὰ οὐσία. Δὲν πᾶς ν᾿ ἀπογευτῆς λίγη ἀληθινὴ ζωή. Παρὰ κλείνεσαι μέσα στὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια καὶ πασκίζεις νὰ ψευτοζήσῃς μὲ τοὺς ἴσκιους, μὲ τὶς φωτογραφίες! Τί καταδίκη ἔπαθες! Τί κατάντημα, καὶ δὲν τὸ κατάλαβες! «Ἄνθρωπος, ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν. Κατελογίσθη [τὸ ὀρθό: «παρεσυνεβλήθη»] τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς». «Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ πλάστηκε τιμημένος δὲν τὸ κατάλαβε. Λογαριάσθηκε [ὀρθότερο: ἀνακατεύτηκε] μαζὶ μὲ τὰ ζῷα τὰ ἄλογα, κ᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτά».


Ἡ Ἀθήνα δὲν εἶνε πιὰ μιὰ πολιτεία ἑλληνική, κι᾿ ἂς λέμε ὅ,τι θέλουμε. Μήτε οἱ ἄνθρωποι, μήτε τὰ χτίρια. Ὁ ἥλιος ἔλειψε. Ὁ ἀγέρας βρώμισε. Ἀπορεῖς πῶς ἀλλάξανε ὅλα μέσα σὲ λίγα χρόνια, καὶ δὲν ἔμεινε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζη πὼς βρίσκεσαι στὴν Ἑλλάδα. Μὰ δὲν μοιάζει μήτε μὲ ἀνατολίτικη πολιτεία, ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ ποὺ τὴν εἴχανε οἱ Τοῦρκοι. Εἶνε ἕνα μάζεμα ἀπὸ χτίρια ξενόφερτα, ποὺ καὶ στὸν τόπο τους εἶνε ὁλότελα ἄψυχα, παγωμένα, ἀνέκφραστα, ὅπως ἀνέκφραστοι γινήκανε κ᾿ οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι εἶνε οἱ «διεθνεῖς πόλεις καὶ οἱ διεθνεῖς ἄνθρωποι», ποὺ εἶνε τὸ καύχημα τῆς «διεθνοῦς κοσμογονίας», π᾿ ἀνάθεμά την, ποὺ ἔχει κάνει τὴ ζωὴ ἕνα πρᾶγμα ἄνοστο, ἀμύριστο, ἀνέκφραστο, κρύο κι᾿ ἀσυμπάθιστο. Εἶνε ἡ ζωὴ ἀποστειρωμένη ἀπὸ κάθε αἴσθημα, ἀπὸ κάθε πνευματικὸ σκίρτημα, ἀπὸ κάθε ζέστα τῆς καρδιᾶς.


Κυττάζω τὰ διάφορα χτίρια ποὺ στέκουνται σὰν τοὺς κρατῆρες τοῦ φεγγαριοῦ, ἀσυγκίνητα, ἄπονα στὸν ἄνθρωπο ποὺ τἄφτιαξε, ἀδιάφορα, χωρὶς νὰ τὰ γλυκαίνῃ ἡ ἀγάπη. Ἔχουνε ὅλες τὶς εὐκολίες καὶ τὶς ἀναπαύσεις, εἶνε γεμᾶτα κουμπιά, μὰ εἶνε σὰν ἀρχοντικοὶ τάφοι. Μέσα τους δὲν ὑπάρχει κανενὸς εἴδους ποίηση, νὰ ζεστάνῃ τὴν καρδιὰ τ᾿ ἀνθρώπου. Εἶνε κάτι ἀδιάφορες κι᾿ ἀνέκφραστες μηχανές, ἔρημες ἀπὸ ἀγάπη. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ξεπλύθηκε καὶ ξεγυμνώθηκε ἀπὸ κάθε αἴσθημα. Εἶνε οἱ κατοικίες τοῦ γυάλινου ἀνθρώπου. Τέρατα κανωμένα μὲ σίδερα καὶ μὲ τζάμια. Ψυγεῖα γιὰ νὰ συντηροῦνται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ πτώματα. Κι᾿ αὐτὴ τὴ δουλειὰ τὴν κάνουνε οἱ μεγάλοι ἀρχιτέκτονες, καὶ τὴ λένε ἀρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια και πάγος! Ἀπὸ αὐτὰ τὰ βουβὰ κουτιὰ λείπει κάθε ἀνθρώπινη πνοή. Μηχανὲς νεκρὲς καὶ παγωμένες. Τί συγκέντρωση μπορεῖ νἄχῃ ἕνας ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του, ἀφοῦ κάθεται μέσα στὰ γυαλιά, καὶ βλέπουνε ἀπ᾿ ἔξω ἀκόμα καὶ τὴν τρίχα ποὺ θὰ πέσῃ ἀπὸ τὰ μαλλιά του; Γυάλινοι ἄνθρωποι, γυάλινα σπίτια. Μὲ τὸν καιρό, θὰ γίνουνε κι᾿ οἱ ἄνθρωποι διαφανεῖς σὰν τὰ τζάμια, καὶ θὰ βλέπῃ ὁ ἕνας τί γίνεται μέσα στὸν ἄλλον, τί συλλογίζεται, τί ἔφαγε, τί ἤπιε, πῶς δουλεύουνε τὰ πνευμόνια καὶ τὸ στομάχι του, πῶς χτυπᾶ ἡ καρδιά του… Ἀλλὰ ξέχασα, πὼς δὲν θἄχῃ πιὰ καρδιά, κι οὔτε αἷμα, μήτε αἰσθήματα. Αὐτὰ θὰ εἶνε πράγματα ποὺ τὰ εἶχε ἡ παλιὰ μάρκα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ πάλιωσε πιὰ σήμερα.


(...)


Σήμερα, ὅπως φαίνεται, τελείωσε ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, κ᾿ ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀποχωριστοῦμε αὐτὸν τὸν ἀγαπημένον ἄνθρωπο. Θέλουμε νὰ σώσουμε αὐτὸ τὸ εἶδος ποὺ πάγει νὰ χαθῇ, ὅπως σβήσανε τὰ μαμούθ, οἱ πλειστόσαυροι κ᾿ οἱ πτεροδάκτυλοι. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ποὺ εἶνε ἄνθρωπος λίγο-πολὺ μοναχὰ στὸ ἐξωτερικό του, ἂς δώσῃ στὸν ἑαυτό του ὅποιο ὄνομα θέλει, ἀφοῦ δὲν καταδέχεται νὰ λέγεται ἄνθρωπος. Γιατὶ ὅπως λέγει, τὸν ξεπέρασε τὸν ἄνθρωπο.


Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

[ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Φώτης Κόντογλου στὴν τρίτη διάστασή του, σελ. 134. Πρωτοδημοσιεύθηκε στὴν καθημερινὴ πολιτικοκοινωνικὴ ἐφημερίδα τῆς Ἀθήνας «Ἐλευθερία», τὴν Κυριακὴ 10 Μαΐου 1964, στὴ στήλη «Κυριακάτικα Θέματα»].

[ἐπιλογή· ἱ. μονὴ Ἁγ. Αὐγουστίνου Φλωρίνης]
ολόκληρο το κείμενο του Φ.Κόντογλου το είδα εδώ

ΥΓ. Δυστυχώς το περιστατικό της αυτοκτονίας είναι πραγματικό. Συνέβη πριν 1 εβδομάδα περίπου. Όσοι μπορείτε προσευχηθείτε να αναπαύσει ο Θεός την ψυχή του Λ.


Διαβάστε επίσης: 

3 σχόλια:

Αστραδενή / Astradene είπε...

Μπράβο για το κείμενο του Κόντογλου, είναι εξαιρετικό και τόσο επίκαιρο. Εύχομαι ο φίλος σου να γνωρίζει τώρατο έλεος του Θεού τώρα γιατί η πράξη του δείχνει πως δεν γνώρισε εδώ στη γη την αγάπη, τηβ πίστη και την ελπίδα. Και γι αυτό πρέπει όλοι να αισθανόμαστε υπεύθυνοι...

cummulus είπε...

Συγχαρητήρια γιά τήν ἀνάρτηση.

Μαχητής Θεσσαλονίκης είπε...

Τι συγχαρητήρια αδερφέ,
τον αυτόχειρα τον είδα 1-2 μέρες πριν, ήρθε να ζητήσει φωτιά (για το τσιγάρο),
πιθανώς κατ ουσίαν να ήθελε μια ανθρώπινη κουβέντα. Και φυσικά δεν την πήρε.

Σήμερα άλλος ένας αυτοκτόνησε στην Αθήνα..

Χιλιάδες κόσμος φεύγει χωρίς ελπίδα
έρχεται στη ζωή, φεύγει χωρίς να δει ότι υπάρχει Θεός που τον αγαπά πολύ, όπως και τον καθένα μας, σαν μονάκριβο γιό του.
Αυτό είναι το τραγικότερο..
ότι παραμένουμε μόνοι -χωρίς Θεό- ξεγελώντας τον εαυτό μας με υποκατάστατα.