Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Σκέφτηκες άραγε ποτέ ....;

Λέω ...
για την εκταφή του πατέρα μου, που ήταν προγραμματισμένη για σήμερα. Έξη χρόνια μετά...
Είχαμε συνηθίσει ως σημείον αναφοράς την φωτογραφία του στο μνήμα, τα λουλούδια, τα λευκά μάρμαρα τα υποκρινόμενα ένα άλλο σπίτι. Ωστόσο ξέραμε πως αυτά δεν ήταν παρά το προοίμιον του τέλους της εδώ παρουσίας του και ο πατέρας θα γινόταν αμετάκλητο παρελθόν επί γης, όταν θα άνοιγε ετούτος ο τάφος.
 

Δεν είχα ξαναβρεθεί σε εκταφή και ήμουν λίγο μαγκωμένη καθώς ανηφορίζαμε στον λόφο του προφήτη Ηλία, όπου ήταν θαμμένος.
Πήγα πριν τους άλλους, τον κοίταξα χαμογελαστό στην φωτογραφία, του χαμογέλασα βουρκωμένα, δεν είχα τίποτε καινούργιο να του πω και άρχισα, με το

μικρό μου κομποσχοινάκι, να λέω "Κύριε ανάπαυε την ψυχή του δούλου Σου και ελέησον ημάς".
 
Το χώμα που έβγαζε ο εργάτης του δήμου ήταν σαν έτοιμο να δεχθεί σπόρους, ήταν γη νοτισμένη από την πολύχρονη επαφή με το σώμα του γονιού μου, χώμα με απομεινάρια από το κουστούμι και το καλό του πουκάμισο.  
Το πρώτο κοκαλάκι που μπήκε στη μεγάλη σακούλα δεν με έκανε να νιώσω αυτό που έτρεμα....
Μετά άρχισε να γεμίζει η σακούλα με τα οστά που είχαν στηρίξει τον πατέρα μου για να τρέξει σε έρωτες, σε σκληρή βιοπάλη, σε φροντιστήρια δικά μας πάνω- κάτω, να σταθεί καμαρωτός στον γάμο μου καθώς και του αδελφού μου, στις βαπτίσεις των παιδιών μας, στον γάμο της εγγονής του (είκοσι μέρες πριν κοιμηθεί).
Ξεκουράστηκαν μετά τα κοκαλάκια του στη μάνα γη και τώρα ήταν ήρεμα ως θέα, σχεδόν οικεία, θα έλεγα.  

Άδειασε το μνήμα, ο μπαμπάς μου όλος σε ένα καλαθάκι με τα κόκκινα (χθεσινά) τριαντάφυλλα της κόρης μου ευχαριστημένος, θα τολμούσα να πω, που έζησε πολύ, κοιμήθηκε καλά και που τον περιποιήθηκαμε έως τελευταίου οστού (χωρίς υστερίες, με μόνα τα λίγα δάκρυα της μάνας μου σαν ψιχάλα στην παράταιρη λιακάδα του Νοέμβρη). Όταν μπήκα στο αυτοκίνητο, δεν ήθελα να φύγω.
Ήταν γαλήνια εκεί. Ήταν αληθινά εκεί. 
Η βεβαιότητα της αιωνιότητας στους σιωπηλούς σταυρούς και όλη η αλήθεια της εδώ ζωής, συγκεντρωμένη σε ένα καλαθάκι κόκαλα -την μόνη πραγματικότητα από ένα σώμα που είχε αγαπήσει και αγαπηθεί, είχε φορέσει ακριβά κοστούμια και ωραίες γραβάτες, είχε πονέσει, είχε αναπαυτεί σε λευκά σεντόνια, είχε τρέξει σε εξοχές, σε γλέντια, είχε χορέψει, είχε σκύψει σε γονυκλισίες, είχε...
- Κατεβαίνοντας στην πόλη, ένιωσα ξένη. Οι άνθρωποι έτρεχαν και θορυβούσαν, ίσως ανύποπτοι ή επιλήσμονες.... Ήθελα να γυρίσω πίσω. Όχι για τον πατέρα αλλά για κείνη την εξοχή που την έβλεπα ως πέρασμα στην Αλήθεια του ουρανού.
 Σκέφτηκες άραγε ποτές
σ' ένα σταθμό, σ' ένα εξπρές
πόσοι καημοί, πόσες χαρές
πόσες λαχτάρες.
Ένας πηγαίνει σε γιορτή
άλλος την πίκρα πάει να βρει
και οι τουρίστες στη γραμμή
με τις κιθάρες.

Είδες οι έρημοι σταθμοί
πώς σου ματώνουν την ψυχή
όταν απάνω στη γραμμή
πέφτει το βράδυ.
Ζούνε μονάχα μια στιγμή
ένα φανάρι, μια στολή
κι ύστερα πάλι η σιωπή
και το σκοτάδι.

 http://www.youtube.com/watch?v=SsCZnimrEng

Σκέφτηκες άραγε ποτές
όλες αυτές τις διαδρομές
σε ποιο σταθμό ήσουνα χθες
σε ποιο βαγόνι.
Σ' ένα εξπρές είσαι κι εσύ
που τρέχει πάνω στη ζωή
κι όλο μαζεύει η γραμμή
όλο τελειώνει.


Αν σας άρεσε, διαβάστε και

Μην μου πεις δεν Τον είδες .. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: