Κάθε καλοκαίρι τέτοιες μέρες γίνονται εκδηλώσεις καταδίκης του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 και της τουρκικής εισβολής. Ασφαλώς πρέπει να μην λησμονήσουμε το τι έχει γίνει, να αντλούμε διδάγματα και να έχουμε στόχους για το μέλλον. Όλα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία εάν αναλογισθούμε ότι βιώνουμε μία κατάσταση σοβαρών ιδεολογικοπολιτικών συγχύσεων (όχι μόνο για το Κυπριακό) που αναπόφευκτα επηρεάζουν τον δημόσιο βίο και τους στόχους μας.
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 έδωσε την ευκαιρία και το πρόσχημα στην Τουρκία να εισβάλει στην Κύπρο. Τα αποτελέσματα ήταν οδυνηρά. Το χειρότερο είναι ότι ακόμα δεν γνωρίζουμε το τέλος του δρόμου. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει δικαίωμα ύπαρξης στην Κυπριακή Δημοκρατία και συνεχίζει την πολιτική της δημογραφικής αλλοίωσης του χαρακτήρα της Μεγαλονήσου.
Είναι καθοριστικής σημασίας να κατανοήσουμε τα γεγονότα, να παραδειγματισθούμε από τα δεινά, να αξιολογήσουμε τα αίτια της καταστροφής και εάν ήταν αναπόφευκτη, και κατά πόσον έχουμε συνετισθεί και διδαχθεί από τη συμφορά. Ενώ έχει επέλθει ένας βαθμός ωρίμανσης δυστυχώς εξακολουθούν να υφίστανται πάθη, να απουσιάζει η εθνική ομοψυχία και η κοινωνική συνοχή. Δεν μπορούμε επίσης να αγνοήσουμε το γεγονός ότι (όπως και τότε) οι ξένες επιβουλές διευκολύνονται από θύλακες ελληνοκυπριακής απρονοησίας, άγνοιας ή ημιμάθειας, ανομίας, ασυδοσίας, διαφθοράς, μικρότητας και εγωκεντρισμού.
Εξ ορισμού θα έπρεπε να υφίσταται ένα ελάχιστο πλαίσιο κοινά αποδεκτών στόχων ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους. Άλλωστε εάν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό μεταξύ μας πως είναι δυνατό να καταλήξουμε σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο λύσης με τους Τουρκοκύπριους; Είναι επίσης σημαντικό να υπάρχει σε φιλοσοφικό επίπεδο μια καλύτερη κατανόηση των ζητημάτων. Ταυτόχρονα ενώ (σωστά) καταδικάζουμε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου δεν δίνουμε την ανάλογη σημασία στα πραξικοπήματα της τουρκοκυπριακής ηγεσίας που έγιναν καθ’ υπόδειξιν της Άγκυρας. Ούτε έχουμε εξετάσει σε ποιό βαθμό είχαν τη στήριξη των Τουρκοκυπρίων! Για παράδειγμα, ποτέ δεν μιλούμε για το πραξικόπημα της 13ης Φεβρουαρίου του 1975, όταν ο Ντενκτάς κήρυξε μονομερώς το βόρειο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ως την «Τουρκική Ομόσπονδη Πολιτεία της Κύπρου» και το 1983 όταν κήρυξε την «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου». Αυτά τα εκτρώματα προχωρήσαν και προχωρούν σταδιακά αλλά σταθερά προς τη νομιμοποίηση με ελληνοκυπριακή ανοχή. (Δεν είναι νομιμοποίηση η αποδοχή της έννοιας του συνιστώντος κράτους; Άλλο περιφέρεια ή επαρχία και άλλο συνιστών κράτος.) Μάλιστα οι πρωτεργάτες των εκτρωμάτων αυτών επιδιώκουν να αναδειχθούν οι εκ περιτροπής πρόεδροι όλων μας.
Θα πρέπει να υπάρξει μια εις βάθος αξιολόγηση της κατάστασης. Οδηγεί η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία στην «επανένωση» ή κινείται προς τη νομιμοποίηση των τουρκικών πραξικοπημάτων; Πέραν τούτου, η ουσία είναι ότι δεν έχει πεισθεί η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ότι η υλοποίηση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με τη φιλοσοφία που προωθείται οδηγεί προς τη βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης. Άλλωστε και ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος είχε δηλώσει παλαιότερα ότι «δεν έχει επιτευχθεί λύση μέχρι σήμερα καθώς ότι είχε προταθεί δεν βελτιώνει την υφιστάμενη κατάσταση».
Θα πρέπει επίσης να διερωτηθούμε κατά πόσον σε μια διευθέτηση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας κάθε χρόνο η 20η Ιουλίου θα είναι στο ένα συνιστών κράτος μέρα πανηγυρισμού και ελευθερίας και στο άλλο ημέρα οδύνης και συμφοράς! Και εάν όντως έτσι θα συμβαίνει, ποιες θα είναι οι προεκτάσεις;
Το ερώτημα αυτό παραπέμπει σε άλλα ζητήματα όπως η σημασία της νομιμοποίησης καθώς και της ταύτισης με το κράτος. Αξιολογώντας τα δεδομένα αυτά είναι δυνατό να προβληματισθούμε για τους πυλώνες ενός βιώσιμου ενωμένου κράτους το οποίο χωρίς να λησμονεί και να αγνοεί το παρελθόν, να στηρίζεται σε ένα σύγχρονο αξιακό σύστημα όπως και στις ανάγκες του μέλλοντος. Εν ολίγοις η λύση θα πρέπει να προκύψει μέσα από τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη μεταρρύθμιση του συντάγματός της. Δυστυχώς η συζήτηση αυτή δεν έχει γίνει παρά το γεγονός ότι για χρόνια τώρα υπάρχουν ατέρμονοι κύκλοι διακοινοτικών συνομιλιών.
(Του Ανδρέα Θεοφάνους, Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου