Σαν Σήμερα 8 Απριλίου του 1798 γεννήθηκε ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στη Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο οποίος ήταν και ο συνθέτης του Εθνικού μας ύμνου.
Ο Διονύσιος Σολωμός (1798-9 Φεβρουαρίου 1857) ήταν Ζακυνθινός Έλληνας ποιητής, περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος Ύμνος εις την Ελευθερίαν το 1823, οι πρώτες δυο στροφές του οποίου έγιναν ο ελληνικός εθνικός ύμνος. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας, όχι μόνον γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της[1]. Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε «από τον ρωμαντισμό μαζί με τον κλασικισμό ένα [...]είδος μιχτό, αλλά νόμιμο[...]».
Εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο Κρητικός,Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, Η Γυναίκα της Ζάκυνθος, Λάμπρος. Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σαν σήμερα 8 Απριλίου 1910 έχασε τη ζωή του ο μεγάλος Έλληνας Εθνικιστής Περικλής Γιαννόπουλος (γέννημα του 1869).
Πάψετε σαπιοδάσκαλοι και σαπιορήτορες, αναφορατζήδες να ξευτιλίζετε τη φυλή. Πάψετε παλιόγριες τις κλάψες, τα σάλια, τα μελάνια, και πιάστε το σπαθί. Τα πάντα στη ζωή, η φύσις το λέει, κατακτιώνται με το σπαθί. Και έτσι είναι και μόνο έτσι πρέπει να είναι!»
O Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1869 και αυτοκτόνησε στον κόλπο του Σκαραμαγκά στις 8 Απριλίου 1910.
Παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα δύο χρόνια στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του πατέρα του, όμως, εγκατέλειψε τις σπουδές του και πήγε για οχτώ μήνες στον αδελφό του στο Λονδίνο, όπου μελέτησε αγγλική και γαλλική λογοτεχνία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Άρχισε από το 1894 να δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων των Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Ουάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθώς και δικά του "πεζά ποιήματα". Από το 1899 αρθρογραφεί στις εφημερίδες Ακρόπολις, Το Αστυ, Εστία κ.ά. και στα περιοδικά Κριτική, Παναθήναια, Ο Νουμάς κ.ά., χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα όπως Λωτός, Απολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. Με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα, και ασυγκράτητο πάθος, εκφράζει τις ελληνοκεντρικές του ιδέες και καταγγέλλει τα κατ' αυτόν αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας - προπαντός την ξενομανία, τον "φραγκοραγιαδισμό" όπως τον ονόμασε ο ίδιος. Το 1906 εκδίδει ως αυτόνομο βιβλίο το "Νέον Πνεύμα", και το 1907 την εκτενέστερη "Έκκλησι προς το Πανελλήνιον Κοινόν" - τα ιδεολογικά του μανιφέστα. Οι "περικλογιαννοπούλειες" ιδέες, σε σύγκρουση με κάθε κατεστημένο, προκαλούν αντιδράσεις στην Αθήνα της εποχής. Από άλλους θεωρείται απλώς ρομαντικός και ωραίος τρελός, από άλλους υβριστής, άλλοι όμως αναγνωρίζουν από την πρώτη στιγμή την πρωτοτυπία του και εμπνέονται από αυτόν. (Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Αριστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς δημοσιεύουν πολύ εγκωμιαστικές κριτικές. Ο Ίων Δραγούμης γίνεται αδελφικός του φίλος, και μάχεται μετά τον θάνατο του Γιαννόπουλου να κάνει το όραμα του φίλου του πολιτική πράξη. Ο Άγγελος Σικελιανός θα ακολουθήσει δική του, πρωτότυπη ελληνοκεντρική πορεία, θα υμνήσει όμως και αυτός τον Γιαννόπουλο και βεβαίως δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από αυτόν.)
Αν και ο Γιαννόπουλος ευτύχησε να είναι πολύ γνωστός και να έχει αφοσιωμένους φίλους στον πνευματικό κόσμο των Αθηνών (τόσο για το πρωτότυπο, ελληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεύμα του, αλλά επίσης και για τον "μποέμικο" και άκρως φιλελεύθερο για τα συντηρητικά ήθη της εποχής τρόπο ζωής του - κατά τις μαρτυρίες μάλιστα υπήρξε και ωραιότατος άνδρας), εν τούτοις δεν ευτύχησε να έχει την ευρύτερη αποδοχή που ποθούσε ως συγγραφέας, πόσο μάλλον να αναμορφώσει κατά το όραμά του την ελληνική κοινωνία.
Δεν ήθελε, αυτός ο λάτρης του ωραίου, να γεράσει (όπως υπέθεσε ο Ίων Δραγούμης); Ένιωσε ότι έφθανε στην εξάντληση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας; Ότι δεν είχε άλλο τίποτε πια να προσφέρει πια, ούτε μπορούσε να αναμορφώσει την ελληνική κοινωνία; Απογοήτευση από την μη ευόδωση με γάμο της ερωτικής σχέσης του με την Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο και χειραφετημένη γυναίκα της εποχής; Ρομαντικός και "ερασιθάνατος" (η λέξη του Ιωάννη Συκουτρή, του επίσης μεγάλου ελληνολάτρη αυτόχειρα); Όλα αυτά μαζί, σημειώνει ο ψυχίατρος και λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.
Στις 8 Απριλίου 1910, ο Περικλής Γιαννόπουλος δημιούργησε και εκτέλεσε το τελευταίο έργο του - κατά πολλούς το αποκορύφωμα του έργου του. Όπως είχε προσχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια πολύ καιρό πριν, στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στην θάλασσα του Σκαραμαγκά. Με μία σφαίρα στο κεφάλι, ενώθηκε για πάντα με την ελληνική φύση που τόσο είχε αγαπήσει. Προηγουμένως είχε κάψει πολλά ανέκδοτα έργα του (κατά μαρτυρίες μια εργασία περί της αρχιτεκτονικής, καθώς και διηγήματα φαντασίας), σημειώνοντας ότι αφού η Ελληνική Φύση τα ενέπνευσε στον ίδιο, θα τα ενέπνεε και σε άλλους στο μέλλον. Το νεκρό σώμα του το έβγαλαν τα κύματα στην στεριά δέκα μέρες μετά. Πριν ταφεί, δύο άγνωστες κυρίες, σαν νύμφες της Αττικής γης, στόλισαν τον νεκρό με λουλούδια (πιθανότατα η Σοφία Λασκαρίδου).
Ο θάνατος, ο τρόπος μάλιστα του θανάτου του Περικλή Γιαννόπουλου συγκλόνισε την κοινωνία και τον τύπο της εποχής, τόσο που δεν είχε γίνει για τα έργα του όσο ζούσε. Για πολλές ημέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες για τον τρόπο του θανάτου του, ενώ ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης και η Μυρτιώτισσα του αφιέρωσαν ποιήματα.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ: Ίων Δραγούμης: «Είναι όμορφη η Αττική νύχτα μα δεν είναι ο Γιαννόπουλος εδώ να την ιδεί, λάμπουν μάταια τα άστρα, μάταια ευωδιάζουν οι πορτοκαλιές του κήπου, και το αηδόνι μάταια τραγουδεί. [...] Και τα δειλινά, η θλίψη της ομορφιάς των χρωμάτων με πιάνει στο λαιμό, με πνίγει. Γιατί χάθηκε; Γιατί δεν τα βλέπει πια; Τι λόγο έχουν και υπάρχουν τα πράγματα που αγάπησε αυτός, αφού αυτός που τ’ αγάπησε δεν είναι πια εδώ να τα ιδεί; Τι λάμπει το άστρο άσκοπα; Τι φέγγει το φεγγάρι; Τι καίει ο ήλιος; Τι φυσάει τ’ αεράκι τα μεσημέρια; Και βιάζομαι, βιάζομαι τρομερά για να φύγω κ’ εγώ εκεί που πήγε κείνος να κατοικήσει. Μ’ αρέσει ο θάνατος, τον ερωτεύομαι. Τόσο τον αγαπώ που όλα τ’ άλλα μου φαίνονται σαχλά και ανούσια και μέτρια, οι άνθρωποι και τα μικροσυμφέροντά τους και τα μικροκαμώματά τους και όλη τους η μικρότητα και φρονιμάδα. Βία τρελλή με παίρνει κατά το θάνατο. Πότε να τελειώσω τις δουλειές μου όλες, όσες ανάγκασα τον εαυτό μου να φορτωθεί; Πότε να τελειώσω για να φύγω; Τι όμορφος που είναι ο θάνατος! Πώς με τραβά! Αισθάνομαι αηδία για τα πράματα της ζωής. Και όμως την αηδία αυτή θέλω να νικήσω. Θέλω να ζήσω.»
1 σχόλιο:
Με αφορμή τη βιογραφία του Περικλή Γιαννόπουλου,
Τι κρίμα που μερικοί,
οι περισσότεροι ίσως,
έρχονται σε αυτή τη ζωή,
ζούνε,
"φεύγουν" κάποια στιγμή,
και δεν πήραν "χαμπάρι" ότι υπάρχει ο Χριστός και τους αγαπά.
Δημοσίευση σχολίου