Ευτυχώς υπάρχει το ελεύθερο διαδίκτυο, το σύγχρονο κρυφό σχολείο, κι έχουμε τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε και να ξαναμπολιαστούμε με τις παραδόσεις και τα ήθη και έθιμα της φυλής μας. Ακούστε το και .. δακρύστε κι εσείς από την απλότητα και το μεγαλείο
(της σταυρικής θυσίας του Λυτρωτή μας αλλά και την αξία της λαϊκής μας παράδοσης)
Μαx.Θεσ/κης- Αντιπαρακμή
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα :
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι' οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι' η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ' εξ Ουρανού απ' Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι' οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά 'φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι' η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ' ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι' όταν της ηρθ' ο λογισμός, κι' όταν της ηρθ' ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ' υπομονή, λάβε, κύρά μ' ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι' η Μάρθα κι' η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι' οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι' η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι' η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει,
κι' όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο.
Κυκλοφορούνε διάφορες παραλλαγές του θρήνου.
Όπως ο διάλογος της Παναγίας με την μητέρα του Ιούδα:
Με αργό το βήμα η Παναγιά, με αμέτρητο τον πόνο
την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο
τον Ιωάννη πλάι της μες στο σκοτάδι εκείνο
και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της θρήνο.
Γύρω, τριγύρω σιγαλιά, βουβός είναι ο δρόμος
θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.
Και όσο βαδίζουν σαν σκιές στα άχαρα εκείνα μέρη
και μοιρολόγια η Παναγιά τα πιο όμορφα που ξέρει
τα λέει και ο αντίλαλος από όπου και αν διαβαίνει
κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.
Πώς να μην κλάψει που 'γινε για αυτήν σκοτάδι η μέρα?
Κ'αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα.
Και να που ακόμη μια φωνή την ερημιά ταράζει.
Αχ,τι φωνή λυπητερή. Ποιος και γιατί στενάζει?
Ποιος σαν Αυτή άλλος πονεί και μοιρολόγια λέγει
μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει?
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή, που μονάχη στην άκρη
απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ
Και τούτη σαν τη Μαριάμ, τον γιό της έχει χάσει
και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει.
Η Μαριάμ τον Ιησού τον είδε σταυρωμένο
και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο
Και κλαίει, μα το κλάμα της δεν συγκινεί κανέναν,
νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα,
που την ακούει τραβά και πάει να την γνωρίσει
λόγια αγάπης να της πεί, να την παρηγορήσει
Με ένα γλυκό χαμόγελο συμπόνοια γεμάτο
μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεται εδώ κάτω.
Δεν είσαι μόνη που έχασες το φώς των ματιών σου,
είμαι κ'εγώ, μην δέρνεσαι ποιος ήταν πες μου ο γιός σου?
Και αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά: αδελφή μου,
Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο το παιδί μου.
Μόνο μια μανα μόνο αυτή, σε όλο τον κόσμο ξέρει
ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι
Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα, παιδί μου σαν ζητιάνα,
Αχ κάλλιο να μην έσωνα Θεέ να γίνω μάνα
Η Παναγιά κατάλαβε, τον γιό της τον γνωρίζει
μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.
Τον δικό της τον καϋμό ξεχνά την ώρα εκείνη
και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει
Σκύβει και την ασπάζεται, χαιδεύει τα μαλλιά της,
και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της
Της λέει λόγια της καρδιάς και την γλυκομερώνει,
της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει.
Έλα και μείνε σπίτι μου την νύχτα να περάσεις,
εκεί και οι δυό τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε,
το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε
Η μια στης άλλης το πλευρό σκυφτές συλλογισμένες,
οι δυό μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Ο Ιησούς που στον Γολγοθά κρεμάται
έδωσε τέτοια εντολή: "ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ"
Άλλες παραλλαγές του ίδιου λαϊκού θρήνου θα βρείτε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου