Αντί άλλης απάντησης προς τους υβριστές του μέγιστου Βάσου Λυσσαρίδη παραθέτουμε το καταπληκτικό του ποίημα «Προκήδειος» στο οποίο υπόσχεται να πολεμά σαν ΕΛΛΗΝΑΣ και αφείνει και σε εμάς παρακαταθήκη να πολεμούμε μέχρι τα ξενόφερτα καράβια του κατακτητή πάρουν τον δρόμο τον αγύριστο!
Διαβάστε το και όποιος καταλάβει, κατάλαβε…
Τώρα που ο δρόμος τελειώνει
γυρνάω στα 89 μου τόσα χρόνια που
πέρασαν
και στο λίγο χρόνο
που έχω μπροστά μου
Γυρνάω στςι ρίζες με την αγέραστη
σκέψη των σοφών, των σοφιστών
των τραγωδών, των ασματοποιών
των θεοποιών και των απροσκύνητων
θεοχαλαστών.
Κρατάω ακριβή την άρνηση της
ζωής για ένα κόκκο ύστατης
αξιοπρέπειας
και γι΄αυτούς που θάρθουν
Στέκω στις ταπεινόμορφες τις
Θερμοπύλες κι αναρωτιέμαι
πώς ευκολογενιούνται οι αθάνατοι
Ακουμπάω στο χώμα και η
ανατριχίλα δική μου
Πώς κουβαλάς μια κληρονομία
που έπαψε νάναι μόνο δική σου
Γυρνάω στη Σωτήρα των Λευκάρων
και την ρωτώ αν μαρτύρησε
κι αν θυμάται τον Μαραθώνα.
Κι αυτή αγέρωχη κρατάει
την πέτρινη σιωπή της
Στη Σαλαμίνα κουβεντιάζω μ΄ένα
πού μόλις πνίγηκε στη ναυμαχία και με
ρωτάει με τη νεκρική λαλιά
Νικήσαμε;
Στην Αθηναϊκή αγορά απορημένος
απόμεινα σιωπηλός
Και με ρωτήσανε.
Ξένος θα πρέπει νάσαι
Τον Περικλή τον άκουαν όμως χωρίς
γιατί δεν τον υπάκουαν
Τον Όμηρο τον τραγουδούσαν στις
πλατείες
Περήφανοι για την παλληκαριά
αλλά και με ντροπή για όσα
δεν έπρεπε να είχαν γίνει
Ξεχάστηκα.
Γυρνώ στη κάπως μακρινή
δική πατρίδα
Θυμήθηκα τον Ζήνωνα να
ξεκινά για την Αθήνα. Η σοφία
θέλει αντίσοφους.
Ξεχάστηκα στον ύπνο και
ξύπνησα με του Ρε Αλέξη τις
αγριοφωνάρες
Αυτός γελούσε κι όταν
πέθαινε
αν πέθανε ποτές
Κουράστηκα.
Κι έτσι γοργά κύλησε
ανυποψίαστα ο χρόνος
Κάποιος Γρηγόρης, χωριατόπαιδο
ξαναζωντάνεψε τις Θερμοπύλες
και το μολών λαβέ
ακούστηκε αρχαιοελληνικά.
με το μολών ν΄ακούεται
περισπώμενο.
Οι Πέρσες, οι Σαρακηνοί, οι
Δυτικοί κι όλοι οι άλλοι περαστικοί
χνάρια δεν άφηκαν.
Δεν είναι να γονατίσει
αυτή η γενιά.
Κι η μάνα, η μαυροφορεμένη
θυμίζει αρχαίο τραγικό αιώνιο
χορικό.
Χρόνο δεν έχω.
Και τώρα στέκομαι στη μέση
της πλατείας
μ΄ένα αλυσοδεμένο Πενταδάκτυλο
και μ΄ένα συρματόπλεγμα
που σημαδεύει σάρκα και
ψυχές.
Οι Αχαιοί ξεχάστηκαν και
οι Αρκάδες
Και οι Λυσιώτες αδικοσκορπισθήκανε
σε άλλα σπιτικά.
Εδώ πια διαφεντεύουν
οι σοφοί της άσοφης προσωρινότητας
Αν θες να ζήσεις πρέπει
να γονατίσεις ψιθυρίζουν χλωμοί
περιδεείς κι αξιοθρήνητοι
Το ανδρός επιφανούς πάσα γη
τάφος
τώρα το ξεγυμνώνουν μ΄ότι η
πάσα γη χωράει όλους και ξενοπατημένες
στράτες, πόλεις και χωριά
Καιρός να φύγω.
Όμως πως θα μισέψω χωρίς
τη σιγουριά ασκλάβωτης ζωής,
σκέψης επαναστατημένης και
λεύτερης γης πατρικής
Καιρός να φύγω.
Με δέρνουν τα γερασμένα σκληροκόκκαλα
Τα βήματα αβέβαια
και το κορμί σκυφτό
Όμως πώς λες να φύγω;
Εγώ θα μείνω μελλοθάνατος
μα ζωντανός να καρτερώ
Θα φύγω όταν
θα αγναντεύω τα ξενόφερτα καράβια
να παίρνουν τον αγύριστο
του γυρισμού τον δρόμο.
Ως τότε εγώ θα
καρτερώ
Ως τότε εγώ θα πολεμώ.
(27.4.2009)
γυρνάω στα 89 μου τόσα χρόνια που
πέρασαν
και στο λίγο χρόνο
που έχω μπροστά μου
Γυρνάω στςι ρίζες με την αγέραστη
σκέψη των σοφών, των σοφιστών
των τραγωδών, των ασματοποιών
των θεοποιών και των απροσκύνητων
θεοχαλαστών.
Κρατάω ακριβή την άρνηση της
ζωής για ένα κόκκο ύστατης
αξιοπρέπειας
και γι΄αυτούς που θάρθουν
Στέκω στις ταπεινόμορφες τις
Θερμοπύλες κι αναρωτιέμαι
πώς ευκολογενιούνται οι αθάνατοι
Ακουμπάω στο χώμα και η
ανατριχίλα δική μου
Πώς κουβαλάς μια κληρονομία
που έπαψε νάναι μόνο δική σου
Γυρνάω στη Σωτήρα των Λευκάρων
και την ρωτώ αν μαρτύρησε
κι αν θυμάται τον Μαραθώνα.
Κι αυτή αγέρωχη κρατάει
την πέτρινη σιωπή της
Στη Σαλαμίνα κουβεντιάζω μ΄ένα
πού μόλις πνίγηκε στη ναυμαχία και με
ρωτάει με τη νεκρική λαλιά
Νικήσαμε;
Στην Αθηναϊκή αγορά απορημένος
απόμεινα σιωπηλός
Και με ρωτήσανε.
Ξένος θα πρέπει νάσαι
Τον Περικλή τον άκουαν όμως χωρίς
γιατί δεν τον υπάκουαν
Τον Όμηρο τον τραγουδούσαν στις
πλατείες
Περήφανοι για την παλληκαριά
αλλά και με ντροπή για όσα
δεν έπρεπε να είχαν γίνει
Ξεχάστηκα.
Γυρνώ στη κάπως μακρινή
δική πατρίδα
Θυμήθηκα τον Ζήνωνα να
ξεκινά για την Αθήνα. Η σοφία
θέλει αντίσοφους.
Ξεχάστηκα στον ύπνο και
ξύπνησα με του Ρε Αλέξη τις
αγριοφωνάρες
Αυτός γελούσε κι όταν
πέθαινε
αν πέθανε ποτές
Κουράστηκα.
Κι έτσι γοργά κύλησε
ανυποψίαστα ο χρόνος
Κάποιος Γρηγόρης, χωριατόπαιδο
ξαναζωντάνεψε τις Θερμοπύλες
και το μολών λαβέ
ακούστηκε αρχαιοελληνικά.
με το μολών ν΄ακούεται
περισπώμενο.
Οι Πέρσες, οι Σαρακηνοί, οι
Δυτικοί κι όλοι οι άλλοι περαστικοί
χνάρια δεν άφηκαν.
Δεν είναι να γονατίσει
αυτή η γενιά.
Κι η μάνα, η μαυροφορεμένη
θυμίζει αρχαίο τραγικό αιώνιο
χορικό.
Χρόνο δεν έχω.
Και τώρα στέκομαι στη μέση
της πλατείας
μ΄ένα αλυσοδεμένο Πενταδάκτυλο
και μ΄ένα συρματόπλεγμα
που σημαδεύει σάρκα και
ψυχές.
Οι Αχαιοί ξεχάστηκαν και
οι Αρκάδες
Και οι Λυσιώτες αδικοσκορπισθήκανε
σε άλλα σπιτικά.
Εδώ πια διαφεντεύουν
οι σοφοί της άσοφης προσωρινότητας
Αν θες να ζήσεις πρέπει
να γονατίσεις ψιθυρίζουν χλωμοί
περιδεείς κι αξιοθρήνητοι
Το ανδρός επιφανούς πάσα γη
τάφος
τώρα το ξεγυμνώνουν μ΄ότι η
πάσα γη χωράει όλους και ξενοπατημένες
στράτες, πόλεις και χωριά
Καιρός να φύγω.
Όμως πως θα μισέψω χωρίς
τη σιγουριά ασκλάβωτης ζωής,
σκέψης επαναστατημένης και
λεύτερης γης πατρικής
Καιρός να φύγω.
Με δέρνουν τα γερασμένα σκληροκόκκαλα
Τα βήματα αβέβαια
και το κορμί σκυφτό
Όμως πώς λες να φύγω;
Εγώ θα μείνω μελλοθάνατος
μα ζωντανός να καρτερώ
Θα φύγω όταν
θα αγναντεύω τα ξενόφερτα καράβια
να παίρνουν τον αγύριστο
του γυρισμού τον δρόμο.
Ως τότε εγώ θα
καρτερώ
Ως τότε εγώ θα πολεμώ.
(27.4.2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου