Tον Παναγιώτη Μάρτο τον έβαλαν στο
ίδιο κελί που είχε πλαγιάσει και υποφέρει και ο πατέρας του, πριν 16 ολόκληρα χρόνια (από τα 100 που είχε δικαστεί).
Απάνω, στην
δυτική πλευρά του κελιού, τα χαραγμένα γράμματα: «ΜΙΧΟΣ ΜΑΡΤΟΣ»
«…Κάτω
στο υπόγειο με μπάσανε σε ένα κελί σκοτεινό που μόνον να σήκωνες το
κεφάλι θα χτυπούσες στο τσιμέντο. Ήταν ένα σκαμνί και τίποτε άλλο.
Προσπάθησα να συλλογιστώ γιατί αυτή η αλλαγή του κελιού. Θα
με άφηναν εκεί; Τι με περίμενε; Εκείνες τις σκηνές στο ανακλητήριο τις
είχα μπροστά μου. Μου παριστάνονταν τα πρόσωπα των δυο ανακριτών, οι
γκριμάτσες τους. Μέσα στο σκοτάδι σαν ένα ελαφρύ αεράκι, άκουσα τη φωνή
του πατέρα μου . Μου μιλούσε και μου έδινε κουράγιο:
«Κρατήσου,
γιε μου! Άντεξε ψυχή μου! Είμαι κοντά σου, μην φοβάσαι! Εδώ ήμουν κι
εγώ. Μην τσακίζεσαι! Μην φοβάσαι! Εγώ σήμερα έφυγα!»
Έτριψα
τα μάτια μπας και έβλεπα όνειρο και προσπαθούσα να διακρίνω κάτι.
Δυστυχώς το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό. Η φωνή του πατέρα μου συνέχιζε ν’
αχούσε στα αφτιά μου. Πράγματι εκείνο το Σάββατο, 30 Απριλίου ο πατέρας
μου ταξίδεψε για τη Βασιλεία των Ουρανών. Εμένα δεν μου είπε κανένας
τίποτε. Το κατάλαβα όμως την ημέρα του δικαστηρίου μερικούς μήνες
αργότερα…»
Διαβάστε απόσπασμα από το κείμενο της ΣΦΕΒΑ εις μνήμην του ήρωα Παναγιώτη Μάρτου, που έφυγε σαν σήμερα, πριν από 13 χρόνια ... :
13 χρόνια από το θάνατό του
Πέρασαν 13 χρόνια, από την 31η
Δεκεμβρίου 1999, την ημέρα που ο Παναγιώτης Μάρτος, πέρασε στην
αθανασία. Έφυγε ο άνθρωπος που αγωνίστηκε για δημοκρατία και ανθρώπινα
δικαιώματα, ο άνθρωπος που δε λύγισε μπροστά στα απάνθρωπα βασανιστήρια
στα σκοτεινά κελιά των φυλακών, ο άνθρωπος που κράτησε ανδρεία στάση στο
εδώλιο του κατηγορημένους στην περίφημη δίκη παρωδία των Πέντε της
Ομόνοιας και έδειξε ανοιχτά σε όλους τα βασανιστήρια που υπέστη.
(...)
Ο Παναγιώτης Μάρτος, μπήκε στην ιστορία.
Μπήκε στην ιστορία για τον αγώνα και τη δράση του.
Είναι ο πρώτος Πρόεδρος της Ομόνοιας για το Παράρτημα του Δελβίνου, που
τόσο πολύ την αγάπησε, που τόσο πολύ την αγκάλιασε.
(...)
Είναι ο
πρωτεργάτης για το άνοιγμα του ελληνικού σχολείου στην πόλη του
Δελβίνου. Του έκαναν πιέσεις, του έβαλαν βαριά πρόστιμα. Δεν υπέκυψε,
γιατί όπως έλεγε ο ίδιος: «Δεν κάνομε κάτι το παράνομο. Μέσα στα πλαίσια
των δικαιωμάτων που προβλέπουν οι Διεθνείς Συμβάσεις, κινούμαστε. Αυτό
επιθυμεί και ο αλβανικός λαός».
O Παναγιώτης θα μείνει στην μνήμη μας και για την αγέρωχη στάση του. Για
την 72ωρη ανάκριση, (όπως και οι πέντε μαζί) χωρίς ύπνο και φαγητό,
αλλά με μοναδικό συνοδοιπόρο την σωματική και ψυχολογική βία. Για την
επιβίωσή του μέσα σ’ ένα κελί φέρετρο, χωρίς θυρίδα αερισμού, για
μέρες κι εβδομάδες, ώσπου τον τρέλαναν. Για να παίζουν οι δεσμοφύλακες
και να δέρνουν έναν άρρωστο, γιατί τους χαλούσε την ησυχία με τις φωνές
του. Φωνές που δεν έβριζαν αυτούς, ούτε τους ιθύνοντες, ούτε τους
κυβερνήτες, αλλά φωνές που καλούσαν τα δυο του αγγελούδια, γιατί νόμιζε
πως ήταν εκεί δίπλα του. Φωνές που εσπάραζαν και κομμάτιαζαν την ψυχή
μας. Για τη στάση του στο δικαστήριο, όταν έδειξε στους δικαστές τα
πρησμένα από το ξύλο πόδια του και όταν είπε: «Ποια στοιχεία κ. Πρόεδρε. Εμένα με τρέλαναν επειδή δε συμφωνούσα με τα ψεύτικα στοιχεία τους…»
Τις
αρετές αυτές ο Παναγιώτης της κληρονόμησε από την οικογένειά του. Από
την Πολυτσιανιώτισσα μητέρα του τη Σελήνη, από τον πατέρα του, το Μίχο
Μάρτο. Διδαχές, που εξακολουθούσαν να τον φωτίζουν, ακόμα και στο κελί
της φυλακής, όπου βρέθηκε. Το γεγονός που τον έβαλαν να πλαγιάσει στο
ίδιο κελί και στο ίδιο μέρος, που είχε πλαγιάσει και υποφέρει και ο
δικός του πατέρας 16 ολόκληρα χρόνια (από τα 100 που είχε δικαστεί), τα
λέει όλα. Αυτό δεν είναι φαντασία. Είναι μια πραγματικότητα. Απάνω, στην
δυτική πλευρά του κελιού, τα χαραγμένα γράμματα: «ΜΙΧΟΣ ΜΑΡΤΟΣ» στην
ελληνική, τον ενθάρρυναν, τον δίδασκαν: «Το πεπρωμένο μας είναι κοινό. Κουράγιο, γιε μου! Είμαι υπερήφανος για σένα!», ήταν
οι διδαχές που ακτινοβολούσαν τα γράμματα αυτά. Ήταν, ίσως αυτά το
αμανέτι του, το μήνυμα του αποχωρισμού, που δεν θα έβλεπε ξανά τον
αγαπημένο του γιο, για να μείνει το μήνυμα αυτό παρακαταθήκη στην ψυχή
του Παναγιώτη, τουλάχιστον, να μπορούσε ν’ άναβε μια λαμπάδα στο μνήμα
του:
Έγραφε ο ίδιος σε τσιγαρόχαρτο, εκεί στο κελί της φυλακής, ενώ στο ημερολόγιό του έγραφε:
«…Κάτω
στο υπόγειο με μπάσανε σε ένα κελί σκοτεινό που μόνον να σήκωνες το
κεφάλι θα χτυπούσες στο τσιμέντο. Ήταν ένα σκαμνί και τίποτε άλλο. Η
πόρτα έκλεισε και το κελί βυθίστηκε στο σκοτάδι.. Και που δεν πήγε η
γνώμη μου. Προσπάθησα να συλλογιστώ γιατί αυτή η αλλαγή του κελιού. Θα
με άφηναν εκεί; Τι με περίμενε; Εκείνες τις σκηνές στο ανακλητήριο τις
είχα μπροστά μου. Μου παριστάνονταν τα πρόσωπα των δυο ανακριτών, οι
γκριμάτσες τους. Μέσα στο σκοτάδι σαν ένα ελαφρύ αεράκι, άκουσα τη φωνή
του πατέρα μου . Μου μιλούσε και μου έδινε κουράγιο:
«Κρατήσου,
γιε μου! Άντεξε ψυχή μου! Είμαι κοντά σου, μην φοβάσαι! Εδώ ήμουν κι
εγώ. Μην τσακίζεσαι! Μην φοβάσαι! Εγώ σήμερα έφυγα!»
Έτριψα
τα μάτια μπας και έβλεπα όνειρο και προσπαθούσα να διακρίνω κάτι.
Δυστυχώς το σκοτάδι ήταν πολύ πυκνό. Η φωνή του πατέρα μου συνέχιζε ν’
αχούσε στα αφτιά μου. Πράγματι εκείνο το Σάββατο, 30 Απριλίου ο πατέρας
μου ταξίδεψε για τη Βασιλεία των Ουρανών. Εμένα δεν μου είπε κανένας
τίποτε. Το κατάλαβα όμως την ημέρα του δικαστηρίου μερικούς μήνες
αργότερα…
…Ο
αστυνομικός που με είχε περιποιηθεί πολύ καλά εκεί στο κελί, με είχε
χτυπήσει με κλωτσιές και γροθιές , αφού με είχε δέσει με τις χειροπέδες
για να μην κουνιόμουν, στο καφενείο που ήταν μαζί με έναν σύντροφό του
εξομολογούνταν τα «κατορθώματά» του λέγοντας: « Με τι διασκεδάζουμε
εμείς εκεί μέσα; Αυτοί είναι παλιό γκιαούρηδες. Παλιό Έλληνες. Ένας από
αυτούς τρελάθηκε και σκυλί να ήταν θα είχε ψοφήσει από το δαρμό και το
ξύλο που έφαγε. Δεν του βγαίνει η ψυχή με τόσες κλωτσιές και ξύλο που
έχει φάγει. Ούτε τρώει, ούτε πίνει. Έκαμε τρεις φορές απεργίας πείνας.
Τώρα έκαμαν και οι άλλοι απεργία πείνας, σαν το έμαθαν…»
Και οι
γιοι του Παναγιώτη είναι και θα είναι υπερήφανοι για τον πατέρα τους. Θα
κληρονομήσουν κι αυτοί τις αρετές του και θα συνεχίσουν να βαδίσουν στα
δικά του αχνάρια. Στο δικό του παράδειγμα και στη δική του Δόξα. Γιατί
μόνον τότε η ψυχή του Παναγιώτη, απ’ εκεί ψηλά που μας βλέπει, θα είναι
ήρεμη μα και υπερήφανη γιατί η λαμπαδηδρομία συνεχίζεται. Και πρέπει να
συνεχιστεί.
Αιωνία σου η μνήμη, αγωνιστή Παναγιώτη.
(από συνεργάτη μας στη Β. Ήπειρο)
Υ.Γ. Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Παναγιώτη θα δούμε κι άλλες φορές στην ιστοσελίδα. Σχετικό είναι και το παλαιότερο άρθρο "Παναγιώτης Μάρτος: Μνήμη δικαίου Έλληνα μετ' εγκωμίων!".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου